κοινωνικός

κοινωνικός
η , ό[ν]
1) общественный, социальный;

κοινωνικές σχέσεις — общественные отношения;

κοινωνικό καθεστώς ( — или σύστημα) — общественный строй;

κοινωνικές ασφαλίσεις — социальное страховсшие;

κοινωνικές υπηρεσίες — или κοινωνική πρόνοια — социальное обеспечение;

κοινωνική εργασία — общественная работа;

κοινωνική ζωή — или κοινωνικ βίος — общественная, социальная жизнь;

κοινωνικές τάξεις (επιστήμες) — общественные классы (науки);

κοινωνική παραγωγή — общественное производство;

κοινωνική ιδιοκτησία — общественная собственность;

κοινωνική θέση — социальное положение;

κοινωνικά φρονήματα — политические убеждения;

πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων — справка (полиции) о политической благонадёжности;

2) общительный;

κοινωνικός χαρακτήρας — общительный характер


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "κοινωνικός" в других словарях:

  • κοινωνικός — held in common masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνικός — ή, ό (AM κοινωνικός, ή, όν) [κοινωνός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία («κοινωνικός βίος») 2. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν οι συναναστροφές με άλλους ανθρώπους, προσηνής, κοσμικός 3. αυτός που πρόθυμα προσφέρει… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία: Έγραψε για την κοινωνική ζωή των Βυζαντινών. 2. αυτός που μεριμνά για την κοινωνία: Υπάρχει ίδρυμα κοινωνικής πρόνοιας. 3. κοσμικός: Είναι πολύ κοινωνικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρόλος κοινωνικός — Στην κοινωνιολογία σημαίνει σύνολο ενεργειών που συνδέονται ενιαία με μια ειδική κοινωνική δραστηριότητα ή λειτουργία. Η ομοιογένεια στην οποία αυτό το σύνολο ενεργειών φτάνει στη σύγχρονη κοινωνία, επιτρέπει τη διαμόρφωση μιας τυπολογίας των… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνικά — κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc pl κοινωνικά̱ , κοινωνικός held in common fem nom/voc/acc dual κοινωνικά̱ , κοινωνικός held in common fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνικώτερον — κοινωνικός held in common adverbial comp κοινωνικός held in common masc acc comp sg κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνικῶν — κοινωνικός held in common fem gen pl κοινωνικός held in common masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνικόν — κοινωνικός held in common masc acc sg κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνικώτατον — κοινωνικός held in common masc acc superl sg κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνική ασφάλιση — Κοινωνικός θεσμός που αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων από διάφορους κινδύνους, ατυχήματα κ.ά. και περιλαμβάνει παροχές που αφορούν ασθένεια, αναπηρία, γηρατειά, ανεργία, μητρότητα κλπ. Η έννοια της κ.α. πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία επί… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»